-
1 укол
укол м 1) το τσίμπημα 2) мед. η ένεση; сделать \укол κάνω ένεση 3) спорт, το άγγιγμα* * *м1) το τσίμπημα2) мед. η ένεσηсде́лать уко́л — κάνω ένεση
3) спорт. το άγγιγμα -
2 клев
клевм (рыбы) τό τσίμπημα. -
3 укол
уколмч1. τό τσίμπημα, τό κέντημα, ὁ νυγμός, τό σούβλισμα2. мед. ἡ ἔνεση[-ιςί \уколоть сов1. τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω:\уколоть руку игло́й τρυπώ τό χέρι μέ τό βελόνι·2. перен κεντώ:\уколоть чье-л. самолюбие κεντώ τή φιλοτιμία κάποιου. -
4 укус
укусм τό δάγκωμα, τό δάγκαμα, ἡ δήξη [-ις], ἡ δαγκωματιά/ τό τσίμπημα (насекомых). -
5 клвв
[κλιόφ] ουσ. α. τσίμπημα -
6 укол
[ουκόλ] ουσ. α. τσίμπημα, ένεση -
7 щипок
[στσιπόκ] ουσ. α τσίμπημα -
8 щипок
[στσιπόκ] ουσ. α τσίμπημα -
9 клвв
[κλιόφ] ουσ α τσίμπημα -
10 укол
[ουκόλ] ουσ α τσίμπημα, ένεση -
11 щипок
[στσιπόκ] ουσ α τσίμπημα -
12 щипок
[στσιπόκ] ουσ α τσίμπημα -
13 блошиный
επ.του ψύλλου•блошиный укус το τσίμπημα του ψύλλου.
-
14 жор
-а α.τσίμπημα δυνατό του δολώματος. -
15 закуска
-и θ.1. κολάτσισμα, τσίμπημα.2. εζές, μεζελίκι•на -у γι,α μεζέ•
холодные закускаи πρόχειρα κρύα φαγητά (μεζέδες)•
легкая закуска το κολατσιό (πρόχειρο φαγητό).
-
16 защипка
-и θ.1. τσίμπημα• τσιμπιά, τσιμπηματιά.2. μικρή γαζωμένη πτυχή. -
17 клёв
-а α.ράμφισμα, τσίμπημα. -
18 клевок
-Βκά α. ράμφισμα, τσίμπημα. -
19 комариный
επ.του κουνουπιού•комариный укуъ τσίμπημα κουνουπιού.
-
20 поклёвка
-и θ.ράμφισμα, τσίμπημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίμπημα — το, Ν [τσιμπώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπώ … Dictionary of Greek
τσιμπηματιά — η, Ν 1. σημάδι από τσίμπημα 2. τσίμπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπημα, τσιμπήματος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek
νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… … Dictionary of Greek
τσιμπηματιά — η 1. σημάδι από τσίμπημα: Το χεράκι του είναι γεμάτο τσιμπηματιές από κουνούπια. 2. τσίμπημα, τσιμπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
αγκάθιασμα — το [αγκαθιάζω] 1. τσίμπημα με αγκάθι 2. προσεκτική παρατήρηση … Dictionary of Greek
αμμοδύτης — I (ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος.… … Dictionary of Greek
ανάδηγμα — ἀνάδηγμα, το (Α) [ἀναδάκνω] δάγκωμα, τσίμπημα … Dictionary of Greek
απόκνισις — ἀπόκνισις, η (Α) [αποκνίζω] αφαίρεση, τσίμπημα, αποκοπή μικρού κομματιού … Dictionary of Greek
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek