Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) το τσίμπημα

См. также в других словарях:

  • τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίμπημα — το, Ν [τσιμπώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπώ …   Dictionary of Greek

  • τσιμπηματιά — η, Ν 1. σημάδι από τσίμπημα 2. τσίμπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπημα, τσιμπήματος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπηματιά — η 1. σημάδι από τσίμπημα: Το χεράκι του είναι γεμάτο τσιμπηματιές από κουνούπια. 2. τσίμπημα, τσιμπιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αγκάθιασμα — το [αγκαθιάζω] 1. τσίμπημα με αγκάθι 2. προσεκτική παρατήρηση …   Dictionary of Greek

  • αμμοδύτης — I (ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος.… …   Dictionary of Greek

  • ανάδηγμα — ἀνάδηγμα, το (Α) [ἀναδάκνω] δάγκωμα, τσίμπημα …   Dictionary of Greek

  • απόκνισις — ἀπόκνισις, η (Α) [αποκνίζω] αφαίρεση, τσίμπημα, αποκοπή μικρού κομματιού …   Dictionary of Greek

  • δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»